οπτασιασμός

οπτασιασμός
ο
το να βλέπει κανείς οπτασίες, το να έχει ψευδαισθήσεις, οραματισμός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οπτασιασμός — ο [οπτασιάζομαι] το να βλέπει κανείς οπτασίες, να έχει οπτικές ψευδαισθήσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”